Τελευταία Ενημέρωση στις 17/01/2021 από την Areti Drakaki
Προκειμένου να υπάρχει ένας κοινός τόπος και μια κοινή γλώσσα μεταξύ των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, και όχι μόνο, η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία εκδίδει, εδώ και χρόνια, ένα εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών (DSM), το οποίο αφενός ορίζει ποιες είναι οι ψυχικές διαταραχές, κι αφετέρου ποια είναι τα διαγνωστικά κριτήρια για την κάθε διαταραχή (τα συμπτώματα, ο αριθμός τους, η χρονική τους διάρκεια, κ.λπ.).
Το εγχειρίδιο αυτό, μολονότι αναθεωρείται κατά καιρούς, χαίρει, σε γενικές γραμμές, διεθνούς αποδοχής και χρησιμοποιείται από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας για να καταλήξουν σε μία διάγνωση και να μπορούν έτσι είτε να συνεννοηθούν μεταξύ τους, είτε να ενημερώσουν τα εμπλεκόμενα μέρη για την κατηγορία στην οποία ανήκει ένας άνθρωπος – εφόσον αυτό χρειάζεται να γίνει για κάποιους λόγους.
Ένα από τα οφέλη αυτού του εγχειριδίου, και κατά συνέπεια των διαγνώσεων, είναι ότι μπορούν να εφαρμοστούν, προς όφελος του ανθρώπου, και οι αντίστοιχες θεραπευτικές πρακτικές.
Οι διαγνώσεις από την άλλη ελλοχεύουν κάποιους κινδύνους. Μπορεί, για παράδειγμα, να αποτελέσουν ταμπέλες που «εγκλωβίζουν» τους ανθρώπους σε συγκεκριμένες κατηγορίες, από τις οποίες είναι δύσκολο να ξεφύγουν, και καταλήγουν έτσι να τις φέρουν μαζί τους εφόρου ζωής, μαζί με το όποιο κοινωνικό στίγμα μπορεί αυτές να εμπεριέχουν.
Από την άλλη μια διάγνωση – που αποτελεί μια επίσημη ταμπέλα – μπορεί να με κάνει να νιώθω αδύναμος να αλλάξω την υπάρχουσα κατάστασή μου κι αυτό φυσικά να μου προκαλεί επιπλέον στρες.
Προσωπικά είμαι από τους επαγγελματίες που πιστεύω ότι οι διαγνώσεις είναι καλό να αποφεύγονται, κι αν μη τι άλλο, να μην επικοινωνούνται στους ανθρώπους σε μορφή διάγνωσης ή κατηγοριοποίησης.
Αν ο στόχος μου είναι να βελτιώσω τον εαυτό μου και να αλλάξω το παρόν, και κυρίως το μέλλον μου, μέσα από μια διαδικασία ψυχοθεραπείας (σε συνδυασμό με λήψη της κατάλληλης αγωγής, αν δεν είμαι λειτουργικός στην καθημερινότητά μου) κι όχι για παράδειγμα να πάρω απλά ένα επίδομα, θεωρώ πιο ωφέλιμο να μιλάμε για στοιχεία, π.χ. κάποιος έχει καταθλιπτικά, δραματικά, ναρκισσιστικά κ.λπ. στοιχεία.
Άλλωστε δεν μπορούμε εύκολα να περιγράψουμε έναν άνθρωπο – στην ολότητά του και με ακρίβεια – στηριζόμενοι σε μία, δύο ή και περισσότερες διαγνώσεις.
Στην ίδια – και χειρότερη – λογική είναι και οι αυτό-διαγνώσεις (το να προσπαθεί δηλ. κάποιος από μόνος του να εντάξει τον εαυτό του κάπου), καθώς, εκτός από τα παραπάνω, η άγνοια ή η υπερπληροφόρηση μέσω διαφορετικών πηγών στο internet, μπορεί να επιφέρει αυθαίρετα συμπεράσματα, και κατά συνέπεια επιπλέον σύγχυση και στρες.
Αυτό που έχει νόημα είναι η ενημέρωση κι ευαισθητοποίηση των ανθρώπων σχετικά με θέματα ψυχικής υγείας, προκειμένου να κάνουν κάτι για αυτά, κι όχι να μείνουν σε μια ταμπέλα ή μια αυτό-διάγνωση, καθησυχασμένοι πια ότι βρήκαν τι τους συμβαίνει.
Έτσι όταν κάποιοι από τους ανθρώπους που έρχονται στο γραφείο μου, επιμένουν να ακούσουν από εμένα μια διάγνωση, αποφεύγω να τους δώσω τη χαρά του αυτό-εγκλωβισμού. Πρόκειται άλλωστε συνήθως για ανθρώπους που, επιδιώκοντας να έχουν τον απόλυτο έλεγχο στη ζωή τους, καταλήγουν τελικά να μην έχουν κανέναν έλεγχο και διαιωνίζουν έναν καταναγκαστικό κι εμμονικό τρόπο σκέψης.
Επιπλέον ένας άνθρωπος που έχει, π.χ. κατάθλιψη για μια περίοδο, και κάνει κάτι για αυτό, η διάγνωση καθεαυτή δεν αποτελεί ασφαλή προγνωστικό παράγοντα για το μέλλον του. Το πώς θα εξελιχθεί το μέλλον μας, σε ψυχικό επίπεδο, εξαρτάται κατά πολύ από τη λήψη της κατάλληλης βοήθειας, σε συνδυασμό με τη δική μας θέληση για αλλαγή.